Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Ἡ κατάρα τοῦ τραγουδιστῆ



Κάστρο 'ς τὰ χρόνια τὰ παληὰ ψηλό, καμαρωμένο
μακρυὰ 'ς τοὺς κάμπους φάνταζεν ὣς τ' ἀκρογιάλι πέρα·
μὲ περιβόλια ὁλόγυρα ἦταν στεφανωμένο,
ὅπου ἄμετρ' ἄνθη μ' εὐωδιαὶς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
καὶ βρύσαις τὰ δροσόβολα νερὰ τὰ ψήλου ἐρρίχναν,
ποὺ ὡς τὸ δοξάρι τ' οὐρανοῦ λαμπρὰ χρώματα ἐδείχναν.


Καὶ βασιλέας δυνατὸς 'ς τὸ κάστρο αὐτὸ καθότουν
εἰς τὰ ῥηγάτα πλούσιος, 'ς ταὶς νίκαις ξακουσμένος·
στὸ θρόνο του ἐβασίλευε κ' ὑπερηφανευότουν,
κ' ἦταν ἀχνὸς 'ς τὸ θῶρι του, 'ς τὴν ὄψι ἀσβολωμένος·
γιατ' εἶναι φρίκ' ἡ σκέψι του καὶ λύσσα εἶναι τὸ βλέμμα,
τὰ λόγια του εἶναι φραγγελιαίς, τὸ γράψιμό του εἶν' αἷμα.

Κατὰ τὸ κάστρο μιὰ φορὰ τραβοῦσ' ἴσια τὸ δρόμο
τραγουδιστάδων θαυμαστῶν τρισεύγενο ζευγάρι·
ἀσπρίζαν τὰ μαλλιὰ τοῦ ἑνός, καὶ τ' ἀλλουνοῦ 'ς τὸν ὦμο
ὁλόξανθα χρυσὰ σγουρὰ κυμάτιζαν μὲ χάρι·
ὁ γέρος μὲ τὴν ἄρπα του καθότουν 'ς ἄτι ὡραῖο,
κ' εἶχε 'ς τὸ πλάγι του πεζὸ τὸν ἀνθισμένο νέο.

Κι' ὁ γέρος μίλησε τοῦ νιοῦ· «Γυιέ μου καλέ, 'τοιμάσου!
Τὰ πλειὸ βαθυὰ τραγούδια μας νὰ θυμηθῇς εἶν' ὥρα·
τὴν πλειὸ γεμάτη σου φωνὴ βγάλε· τὰ δυνατά σου
κάμε γιὰ νὰ ζευγαρωθοῦν γλύκα καὶ πίκρα τώρα,
μὲς τὸ γλυκύτατο σκοπό, γιατί σήμερα μία
ῥηγὸς πρέπει νὰ 'γγίξουμε μαρμάρινη καρδία.»

Εἰς τὸ ψηλὸ πολύστυλο κιόλης ἐφθάσαν δῶμα,
ποὺ 'ταν 'ς τὸ θρόν' ὁ βασιλιᾶς μὲ τὴ βασίλισσά του·
καθὼς 'ς τοὺς πάγους τοῦ βοριᾶ μ' αἱματωμένο χρῶμα
ὁ οὐρανὸς λαμποκοπᾷ, παρόμοια 'ναι ἡ θωριά του
'ς τὸ μεγαλεῖο της φοβερή· γεμάτ' ὅμως γλυκάδα
τὸ θῶρι τῆς βασίλισσας σὰν φεγγαριοῦ λαμπράδα.

Ἀρχίζει τότε ὁ γέροντας τὴν ἅρπα του νὰ κροῦῃ,
κι' ὁ ἦχος ὅλο φουσκόνοντας 'ς τὴν ἀκοὴ πληθαίνει
γεμάτος, ποὺ 'ναι θαυμαστὸ κανεὶς νὰ τὸν ἀκούῃ·
τοῦ νέου ῥέοντας κ' ἡ φωνὴ ξάστερη, οὐράνια βγαίνει,
καὶ ἀνάμεσα 'ς τοὺς ἤχους της τοῦ γέροντα βοΐζουν
βαθυὰ ᾑ φωναίς, ὡσὰν στοιχειὰ νὰ σιγομουρμουρίζουν.

Ὑμνολογοῦν τῆς ἐρωτιᾶς, τῆς ἄνοιξης τὰ μάγια,
καιροὺς χρυσούς, καλότυχους, ἀντρειὰ κ' ἐλευθερία,
τὴν πίστη ψάλλουν κ' εὐλογοῦν καὶ κάθε πρᾶξιν ἅγια,
καὶ μελετοῦν κάθε καλό, ποὺ ὑψόνει τὴν καρδία,
καὶ κάθε χάρι κι' ὀμορφιά, ποὺ τὴ ζωὴ στολίζει,
στενεύοντας τ' ἀνθρώπινο στῆθος νὰ λαχταρίζῃ.

Τ' ἀρχοντολόϊ νὰ περγελᾷ τριγύρω ξεμαθαίνει,
κ' οἱ ἀπόκοτοι πολέμαρχοι γύρω 'ς τὸ βασιλέα
τὸν Θεὸν ὅλοι προσκυνοῦν· καὶ ἡ ῥήγισσα λυωμένη
ἀπ' τὸ τραγούδημα, ποὺ ἠχᾷ τόσο τερπνά κι' ὡραῖα,
πίκρα γροικῶντας 'ς τὴν καρδιὰ σμιγμένη μὲ γλυκάδαις
ῥόδο ἀπ' τὸν κόρφο της πετᾷ πρὸς τοὺς τραγουδιστάδαις.

«Μοῦ ἐξελογιάστε τοὺς πιστοὺς στρατιώταιs μου, δὲ φτάνει
θέλετε καὶ τὴ ῤήγισσα νὰ ξεπλανέστε ἀκόμα;»
Τέτοια φωνὴ μανίζοντας ὁ βασιλέας βγάνει,
κ' ἐκεῖ ποὺ φώναζ', ἔτρεμεν εἰς ὅλο του τὸ σῶμα·
τ' ἀστραφτερὸ ῤίχνει σπαθὶ μέσα 'ς τοῦ νιοῦ τὰ στήθη,
κι' ὅθ' ἔβγαιναν χρυσαὶς φωναίς, ἀχτῖδ' ἀπὸ αἷμα ἐχύθη.

Κι' ὅλο μακρυὰ σκορπίστηκε σὰν ἀπ' ἀνεμοζάλη
τὸ πλῆθος, ποὺ τοὺς ἄκουε, κ' ἐρρίχτηκε νὰ φύγῃ·
ὁ νέος ἐξεψύχισε 'ς τοῦ γέρου τὴν ἀγκάλη,
κ' ἐκεῖνος μέσα 'ς τὸ μαντὺ τὸ λείψανο τυλίγει·
τ' ἀνασηκόνει ἀπὸ τὴ γῆς, ὣς τ' ἄλογο τὸ φέρνει,
τὸ δένει καθιστὸ σφιχτὰ κ' ἐκεῖθ' ἔξω τὸ παίρνει.

Ὅμως ἐκοντοστάθηκε πρὶν ἀπ' αὐτοῦ μακρύνῃ
ὁ προεστὸς τραγουδιστὴς εἰς τὴ μεγάλη πύλη·
ἄδραξ' ἐκεῖ τὴν ἅρπα του, τὴν δοξαστὴν ἐκείνη,
τὴν ἔσπασε χτυπῶντας την εἰς μαρμαρένια στήλη·
ἔπειτα ἐβάλθη κ' ἔσκουξε μὲ τὴ φωνή του ὅλη,
ποὺ ἐβούϊξαν τρομαχτικὰ κάστρο καὶ περιβόλι·

«Ἀλλοιὰ 'πὸ σᾶς, περήφανα ξώστεγ', ἀνάθεμά σας!
Ποτέ σας πλειὰ γλυκὸς ἠχὸς ἐδῶ νὰ μὴν ἠχήσῃ,
οὔτε τραγοῦδι, οὔτ' ὄργανο· μονάχ' ἀνάμεσά σας
ν' ἀκούωντ' ἔρμα κλάϋματα καὶ στεναγμοὶ περίσσοι,
καὶ τρομασμένα βήματα σκλάβων, ὣς ποὺ νὰ φτάσῃ
ἡ ὀργὴ τοῦ ἐκδικητῆ Θεοῦ κι' ὅλα νὰ σᾶς σωριάσῃ!

«Ἀλλοιὰ σας, μοσκομύριστα δροσάτα περιβόλια,
μ' ὅλαις ταῖς χάραις τοῦ Μαγιοῦ σεῖς μυριοπλουμισμένα,
ἐδῶ σᾶς δείχνω τοῦ νεκροῦ παλληκαριοῦ τὰ δόλια
κι' ἀγνώριστα πιθέματα, σκληρά, χαροσβυσμένα,
γιὰ νὰ στερφέψουν τὰ νερὰ καὶ σεῖς νὰ μαραθῆτε
καὶ γλήγορα πετρόνοντας νὰ κατερημαχτῆτε!

«Ἀνάθεμά σ'. αἰσχρὲ φονιᾶ, καὶ τρισανάθεμά σε!
Ὅλοι ὅσοι γλυκοτραγουδοῦν μ' ἐμὲ σὲ καταριῶνται·
τοῦ κάκου πάντ' ἀχόρταγος σὺ γιὰ στεφάνια νὰ 'σαι,
γιὰ μεγαλεῖα, γιὰ τιμαίς, ποὺ μ' αἵματ' ἀποχτιῶνται·
'ς αἰώνια νύχτα λησμονιᾶς ἡ φήμη σου ἂς βουλήσῃ,
σὰν ψυχομάχημα στερνὸ 'ς ἄδειον ἀέρ' ἂς σβύσῃ!»

Τὰ λόγια τοῦτ' ἀπ' τὸ Θεὸ ψηλὰ συνακουστῆκαν,
καὶ νά! ποὺ οἱ πύργοι κατὰ γῆς εἶν' ὅλοι γκρεμισμένοι·
νά! τὰ ὑπερήφανα ἡλιακὰ σωρὸς ὅλα γινῆκαν
ἔξω ἀπὸ μιὰ στήλη ψηλή, ποὺ ἀκόμα ὁλόρθη μένει·
ἔρμη, ῥαϊσμένη ἀναθυμᾷ παληὰ μεγαλοπρέπεια,
ὅμως 'ς ὀλίγο πέφτοντας καὶ αὐτὴ θὰ γένῃ ῥέπια.

Καὶ γύρω ἀντὶ περιβολιῶν λουλούδια νὰ τριοντίζουν
παντέρμα εἶν' ὅλα κι' ἄκαρπα· τὸν ἴσκιο δὲν σκορπάει
δεντρὸ κἀνένα· καὶ νερὰ τὸν ἄμμο δὲ δροσίζουν·
οὔτε τραγοῦδι, οὔτε χαρτὶ τὸ ῥῆγα μελετάει·
λησμονησιὰ παντοῦ, παντοῦ καταστροφῆς τρομάρα·
αὐτὰ 'κάμε τοῦ γέροντα τραγουδιστῆ ἡ κατάρα.

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΟΥΛΑΝΤ
Μετάφρασις: Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ

Πίνακας: David Playing The Harp To Saul - Rembrandt


Πηγὴ Βικιθήκη 






 



Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Μνῆμες



Στν πατέρα μου

«Τὰ χρόνια πρὶν τὴν Κατοχή» - μοῦ ῾λεγε ὁ πατέρας -
«στοὺς ταρσανάδες σκάρωναν πολύμετρα σκαριά,
σκοῦνες καὶ καραβόσκαρα ποὺ φορτηγὰ δουλεύαν
καὶ τρεχαντήρια ποὺ ὄργωναν τὰ ἑλληνικὰ νησιά.


Τότε ἡ δουλειὰ ἦταν δύσκολη καὶ λίγα τὰ ἐργαλεῖα
μὰ ὑπῆρχαν ἄξιοι λεμβουργοὶ τεχνίτες δουλευτὲς
ὁ κόσμος τότε δούλευε ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὴ δύση
κι εἶχαν γιὰ μεροκάματο λάδι, ψωμὶ κι ἐλιές.


Τὰ ξύλα τὰ ξεγύριζαν μεγάλες καρμανιόλες
κι ὅσοι δουλεύανε σ᾿ αὐτὲς μπράτσα θέλαν γερά.
καρφιά, τζαβέτες φτιάχνανε οἱ γύφτοι, ὅλες στὰ χέρια
καὶ οἱ μπουρμπουτζῆδες τρύπαγαν καὶ κάρφωναν καρφιά.


Οἱ ἀράδες ποὺ πετσώνανε ἁρμοὺς μεγάλους εἶχαν
ποὺ μὲς σ᾿ αὐτοὺς μπετόβεργες φρακέρναν καὶ στουπὶ
κατόπιν τοὺς πασάλειβαν μὲ πίσσα καὶ κατράμι
γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὸ νερὸ τῆς θάλασσας νὰ μπεῖ.


Τὴν πίσσα τηνε βράζανε σὲ λέβητα μεγάλο
κι αὐτὸς ποὺ τὴ μαγείρευε γνώριζε τὴ δουλειὰ
τὴ μία κατράμι ἔριχνε τὴν ἄλλη τὴ ρετσίνη
καὶ λίγο πάντα μάσαγε καὶ τὸ ῾φτηνε μετά.


Τὰ πιτσιρίκια πέταγαν στὸ λέβητα πατάτες
ποὺ σβῶλοι μαῦροι γίνονταν στῆς πίσσας τὸ ὑλικὸ
κι ἔπειτα τοὺς καθάριζαν μὲ ἀκόνιστους σουγιάδες
κι ἦταν γι᾿ αὐτοὺς τὸ πιὸ καλὸ ποὺ τρώγαν φαγητό.


Τὰ χρόνια αὐτὰ ποὺ πέρασαν κι ἀλάργεψαν σὰν πλοῖα
καὶ γκρίζα τώρα φαίνονται στῆς μνήμης τὸν καμβὰ
μὲ σημαδέψανε σκληρὰ κι οὔτε στιγμὴ ξεχνάω
στὸν ταρσανὰ ξυπόλητος μὲ βαρυχειμωνιά»


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ

Πίνακας: Ioannis Altamouras – Boat to Spetses


Πηγή: Nektarios gr. 




Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Μνήμη



Μνήμη, ποὺ μὲ βαραίνεις σὰ σταυρὸς
καὶ μπρὸς στὸ φῶς τὰ βλέφαρά μου κλείνεις,
πέρασε τῆς ἀγάπης ὁ καιρός…
Εἶναι ὁ καιρὸς τῆς μοναχῆς γαλήνης!

Μιὰ δέσμη εἰκόνες μέσα μου κρατεῖς
στὴ γαλανή σου κι εὔθραστη ἀνθοστήλη,
μὰ οὔτε σταγόνα πιὰ ὁ μικρὸς ποιητὴς
γι’ αὐτὴν δὲν ἔχει στὰ πικρά του χείλη.

Σὰν ὀρφανὰ παιδιά, σ’ ἀλλοδαπῆς
φυγῆς τὰ ἐρειπωμένα μονοπάτια,
χάθηκαν, μέσα στ’ ἄλση τῆς σιωπῆς,
οἱ ἔρωτες μὲ τὰ παιδιακίσια μάτια.

Τά’ συρε ἡ μοναξιὰ νὰ πλανηθοῦν
σὲ ἀναιμικὲς φιλύρες ἀπὸ κάτου·
κι ἔγειραν τρυφερά, νὰ κοιμηθοῦν
στὰ μαρμαρένια λίκνα τοῦ θανάτου.

Δὲν ὠφελεῖ ὁ ρυθμός, δὲν ὠφελεῖ
τῆς Μουσικῆς ἡ ἁβρὴ συνομιλία!
Μνήμη, θὰ μένεις πάντα σιωπηλή,
σὰν τὶς φωνὲς ποὺ κρύβουν τὰ βιβλία…

Τί κι ἂν μὲ τὶς γαλάζιες σου ἀντηλιὲς
μακραίνεις τὸν ὁρίζοντα τῆς νιότης;
Μέσα μου ξεφυλλοῦν τριανταφυλλιὲς
κι ἡ δύση ἰχνογραφεῖ τὸν οὐρανό της.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πίνακας: In the forest of Arden – John Collier


Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Στὴν μνήμη μου

Στὴ μνήμη μου, ἁπαλά, τὴ μαραμένη,
κόμπος δροσιᾶς ἐστάλαξεν, Ἑλένη.

Μικρή, στὸν κάμπο μὲ τὶς ντιντιλίνες
- θυμᾶσαι ποὺ σ’ ἐτρόμαζαν οἱ χῆνες;

Στὸ πόδι τὸ κρινάτο δαγκωμένη
κάποτε ποὺ μοῦ ἐγύρισες κλαμένη;

Καὶ τὸ χρυσὸ τὸν πετεινὸ θυμήσου,
ποὺ σοῦ ἅρπαζε ἀπ’ τὸ χέρι τὸ ψωμί σου.

Χελιδονιοῦ φωνὴ ἔβγανες, Ἑλένη.
Τί θύμηση παλιά, χαριτωμένη!

ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΑΡΑΣ

Πίνακας: Bucolic – Henri Martin




Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπὶς



Περικοπὴ ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα «Λουκῆς Λάρας» τοῦ Δημητρίου Βικέλα

… Ἀπὸ τῆς πρώτης λοιπὸν ἡμέρας ἐμαύρισε δι’ ἡμᾶς ὁ ὁρίζων καὶ μᾶς κατεπλάκωσε τὴν ψυχὴν ἡ ἀνησυχία καὶ ὁ φόβος.
   Αἱ λέξεις αὗται, ἀνησυχία, φόβος, συχνάκις ἤδη διέφυγον τὸν κάλαμόν μου. Ἀλλὰ πρὸς τί νὰ ἐπιδείξω γενναιότητα, τὴν ὁποίαν οὔτε εἴχομεν, οὔτε ἠδυνάμεθα νὰ ἔχωμεν; Μή, ἀναγνῶστα, μειδιάσῃς, ἀναλογιζόμενος ὅτι εἶμαι Χῖος καὶ ἀποδίδων εἰς φυλετικὴν δῆθεν ἰδιοσυγκρασίαν τὴν ἀτολμίαν μου. Ἤθελα νὰ σ’ ἔβλεπα τότε εἰς τὴν θέσιν μου, ὅσον γενναῖος καὶ ἂν φρονῇς ὅτι εἶσαι. Ἄοπλοι, ἀπροστάτευτοι, ταπεινωμένοι ἀπὸ τὴν δουλείαν, ἐκτεθειμένοι εἰς τοῦ πρώτου ἐξηγριωμένου Τούρκου τὴν ὀργὴν ἢ καὶ τὴν μάχαιραν, ἄνευ τῆς ἐλαχίστης ἐλπίδος τοῦ νὰ τύχωμέν ποτε δικαιοσύνην ἢ κἂν ἐκδίκησιν, πῶς ἦτο δυνατὸν ἡμεῖς, οἱ ταπεινοὶ ἔμποροι τοῦ Χανίου τῆς Σμύρνης, νὰ ἔχωμεν γενναιότητα; Ὑπομονὴν μόνον εἴχομεν, μᾶς ἐχρειάζετο δὲ ὑπομονὴ πολλή, διότι ἡ ζωή μας ἔκτοτε ἦτο διαρκὴς ἀγωνία καὶ μακρὸν μαρτύριον. Ἀλλ’ ἔχει καὶ ἡ ὑπομονὴ τὰ ὅριά της. Ἐνίοτε ἐξαντλεῖται καὶ τὴν διαδέχεται τότε εἴτε ἡ ἀπόγνωσις, εἴτε ἡ ἀπελπισία ἐκείνη ἡ ἄγουσα εἰς τὸν ἡρωϊσμόν. Πολλὰ ἡρωϊσμοῦ παραδείγματα καὶ κατὰ τὴν ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν καὶ εἰς τὴν γενικὴν τῶν ἀνθρώπων ἱστορίαν, τὴν γραπτὴν καὶ τὴν ἄγραφον, εἶναι ἴσως ἀπελπισίας τοιαύτης παραγόμενα. Ἐμὲ ὁ θεὸς μ’ ἐφύλαξεν ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσιν, ἡ δὲ φύσις δὲν μὲ προητοίμασε διὰ τὴν ἀπελπισίαν τοῦ ἡρωϊσμοῦ. Ἀλλ’ ὅμως ποτὲ δὲν μοῦ ἐξηντλήθη ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίς, καὶ πολλάκις ἐδόξασα ἐπὶ τοῦτῳ τὸν Ὕψιστόν.

Πίνακας: Eugène Delacroix - Le Massacre de Scio


Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Ἡ λίμνη

 

Ἦταν προχθὲς κορίτσια στὸ χορὸ
ὅλα λουλούδια, ὅλα μυρωδιά,
ἄχ! τ’ ἀγαποῦσα ὅλα, καὶ θαρρῶ
καὶ γι’ ἄλλα τόσα μοῦ’μενε καρδιά.


Τὸ κρίμα μου τὸ λέγω, δὲν μπορῶ
ἀτάραχος νὰ δῶ τὴν ὀμορφιά.
Ἄχ! μὲ τῆς λίμνης μοιάζω τὸ νερὸ
ποὺ ὅ,τι περνᾶ ἀφήνει ζωγραφιά.
 
Μ’ ἂν ζωγραφίζ’ ἡ λίμνη καθετί,
περνάει αὐτὸ κι’ ἡ ζωγραφιὰ περνᾶ.
Καὶ μοναχὰ τοῦ οὐρανοῦ κρατεῖ
τὴ ζωγραφιὰ πιστά, παντοτινά.
 
Ἄφησε ὅλοι νὰ μὲ λὲν τρελὸ
καὶ μὴ σὲ μέλλει, ἀγάπη μου χρυσή.
Ἂν εἶμαι λίμνη, μ’ ὅλες ἂν γελῶ,
ὁ οὐρανὸς τῆς λίμνης εἶσ’ ἐσύ.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΜΠΑΣ

Πίνακας: Women bathing at the brook – Ferdinand Georg Waldmuller


Πηγὴ Βικιθήκη 


Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Τρία ἐπιγράμματα τοῦ Σίμου Μενάρδου


ΙΙΙ

Νά τὸ καντούνι π’ ἀγαπῶ μέσ’ τοῦτο τὸ στενό,
π’ ἀκούω μιὰ νὰ τραγουδῇ κ’ ἐκείνη πῶς περνῶ·
καὶ τότε – ‘δὲς καμώματα – στὴς γλάστρες της δειλὰ
προβάλλει, κιἅμα την ἰδῶ, τραυιέται καὶ γελᾷ.
Τοῦ Λαύρα.

ΔΙ

Ἔλα νὰ δῇς, ἀγάπη μου, πῶς ὁ κολπίσκος μοιάζει
σὰν πίσω ἀπ’ τὸν ἀμέθυστο τοῦ βράχου ὁ ἥλιος γείρῃ-
Στιγμὲς ὀνείρου. Ἡ θάλασσα δὲν λάμπει σὰν ζαφείρι,
σὰν τὸ σμαράγδ’ ἡ ἀκρογιαλιά, κ’ ἡ δύσι σὰν τοπάζι;

ΔΔΔΠΙ

Τὸ διάβα σου σὰν ἄνοιξι, καὶ πῶς νὰ λησμονῶ
ποὔβλεπα ῥόδ’, ἀγάπη μου, στὴν ὄψι σου ν’ ἀνθοῦσαν
καὶ ξάνοιγα στὰ μάτια σου βαθύτερο οὐρανὸ
καὶ τὰ φιλιὰ στὰ χείλη μας ἐγλυκοκελαδοῦσαν.

Πίνακας: Naked Woman Lying on a Couch - Gustave Caillebotte

 

 

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Μισὴ ὥρα



Μήτε σὲ ἀπέκτησα, μήτε θὰ σὲ ἀποκτήσω
ποτέ, θαρρῶ. Μερικὰ λόγια, ἕνα πλησίασμα
ὅπως στὸ μπὰρ προχθές, καὶ τίποτε ἄλλο.
Εἶναι, δὲν λέγω, λύπη. Ἀλλὰ ἐμεῖς τῆς Τέχνης
κάποτε μ’ ἔντασι τοῦ νοῦ, καὶ βέβαια μόνο
γιὰ λίγην ὥρα, δημιουργοῦμεν ἡδονὴν
ἡ ὁποία σχεδὸν σὰν ὑλικὴ φαντάζει.
Ἔτσι στὸ μπὰρ προχθές – βοηθῶντας κιόλας
πολὺ ὁ εὐσπλαχνικὸς ἀλκολισμός –
εἶχα μισὴ ὥρα τέλεια ἐρωτική.
Καὶ τὸ κατάλαβες μὲ φαίνεται,
κ’ ἔμεινες κάτι περισσότερον ἐπίτηδες.
Ἦταν πολλὴ ἀνάγκη αὐτό. Γιατὶ
μ’ ὅλην τὴν φαντασία, καὶ μὲ τὸ μάγο οἰνόπνευμα,
χρειάζονταν νὰ βλέπω καὶ τὰ χείλη σου,
χρειάζονταν νἆναι τὸ σῶμα σου κοντά.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Πίνακας: Soda Fountain - William James Glackens


Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ἡ προσδοκία ἑνὸς ἐραστοῦ

Ἀπὸ παιδάκι ἀθόρυβα τὴ χάρη της δουλεύω·
στὸν ἔρωτά της τὸν κρυφὸ τὴ νιότη μου ἀσωτεύω,
μὰ κάποτε θὰ μοῦ δοθεῖ τὸ δῶρο ποὺ γυρεύω.

Κι ἂν εἶναι καὶ τὰ μάτια μου νὰ ἰδοῦν τὸ ὡραῖο της σῶμα
μὲ κάνα Φαῦνο ἢ Σάτυρο νὰ κυλιστεῖ στὸ χῶμα
θὰ πνίξω τὸ παράπονο καὶ θὰ προσμένω ἀκόμα.

Μὰ κάποτε, ὅταν ἔφηβος ὡραῖος κι ἐγὼ θὰ γίνω,
τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι μου θ’ ἀκούσει καὶ τὸ θρῆνο
καὶ ξαφνιασμένη, τρυφερὰ θὰ μὲ καλέσει: Μίνω…

Ἂ! Θ’ ἀγαπήσει κάποτες ἡ δέσποινα κι ἐμένα
καὶ μ’ ἕνα ἀπὸ τὰ χείλη της φιλὶ τ’ ἀγαπημένα
τὴ μυστικιά της ὀμορφιὰ θὰ ἐμπιστευτεῖ σ’ ἐμένα…

ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ

Πίνακας: Frederic Leighton - Erotic image

 

 

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Ἐρινύες


Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸ
Μὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς ἢ μέσα στ᾿ ὄνειρό μου,
Τώρα πού, ἐντός μου, τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸ
Τὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου.


Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα, γιὰ μία παρηγοριὰ
- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μου
Σᾶς βλέπω τώρα, ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰ
Καὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές, ἡ πιὸ μαρτυρική μου!


Γιὰ αὐτό, σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶ.
Μὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖες,
Τώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ
- τραγούδια μου Ἐρινύες!..


ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Πίνακας: William-Adolphe Bouguereau - Orestes & Furies



 

Τάμα



Κόρη ἀφράτη μὲ στήθια σὰν τὸ γάλα,
Μ’ ὁλόξανθα μαλλιὰ σὰν τὸ χρυσάφι,
Μὲ μάγουλα π’ ὁ Ἔρωτας τὰ βάφει
Ρόδισμα οὐράνιο ραίνοντας μία στάλα,

Σὰν καὶ σένα δὲν εἶναι πλάσματα ἄλλα,
Σὲ λαχταρῶ σὰ διψασμένο ἀλάφι,
Νὰ τ’ ἀγαπήσω ἡ Μοῖρα μου τὸ γράφει
Τὰ δυό σου μάτια μαῦρα τὰ μεγάλα.

Ἐσὺ εἶσαι ἡ εὐτυχιά μου, ἐσὺ τὸ φῶς μου,
Πῶς θὰ ἰδῶ στὴ ζωή μου τέτοιο θᾶμα
Ποτὲ δὲν τὸ ἐφαντάστη ὁ λογισμός μου·

Νὰ μὴ σ’ ἀπαρνηθῶ σοῦ κάνω τάμα,
Ἔλα, χαρὲς καὶ βάσανα τοῦ κόσμου
Χεροπιασμένοι θὰ περνᾶμε ἀντάμα.

ΛΟΡΕΝΤΣΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

Πίνακας: Pierre-Paul Prud'hon - Daphnis & Chloe


Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο



Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.


ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

Πίνακας: John Singer Sargent – Statue of Perseus by night


Πηγὴ Nektarios gr. 

 

Ὁ βορειᾶς ποὺ τ' ἀρνάκια παγώνει



Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγώνει;

Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,
Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,
Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη
Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι,

Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα,
Ἀγγελούδια, λευκὰ σὰν τὸν κρίνο,
Κ' ἕνα μόνον τῆς ἔμεινεν, ἕνα
Καὶ στὸν τάφο κοντὰ ἦτον κ' ἐκεῖνο.

Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε
Ὡς νὰ ἐζήταε τὸ δόλιο βοήθεια,
Κ' ἡ μητέρα σιμά του ἐθρηνοῦσε
Μὲ λαχτάρα χτυπῶντας τὰ στήθια.

Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι
Ἐπληγόναν βαθειὰ τὴν ψυχή μου.
Σύντροφός μου ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη,
Ἄχ, καὶ τὸ ἄῤῥωστο ἦτον παιδί μου.

Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγόνει.

Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη
Σὰν τρελή. Ὅλοι γύρω ἐσωπαίναν·
Φλογεροὶ τῆς ψυχῆς της οἱ πόθοι
Μὲ τὰ λόγι' ἀπ' τὸ στόμα της βγαίναν.

«Ὤ, κακὸ ποῦ μ' εὑρῆκε μεγάλο!
Τὸ παιδί μου, Γιατρέ, τὸ παιδί μου…
Ἕνα τὤχω, δὲν μ' ἔμεινεν ἄλλο·
Σῶσέ μου το, καὶ πάρ' τὴν ψυχή μου.»

Κι' ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα
Πολλὴν ὥρα δὲν ἄνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων - ἄχ, λόγια χαμένα -
«Μὴ φοβᾶσαι, τῆς εἶπεν, ἀκόμα.»

Κ' ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ
Στὸ παιδὶ, καὶ νὰ ἰδῇ τὸ σφυγμό του.
Ἕνα δάκρυ ἐπροσπάθαε νὰ κρύψῃ
Ποῦ κατέβ' εἰς τ' ὠχρὸ πρόσωπό του.

Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μᾶς μηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγόνει.

Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο
Τοῦ γιατροῦ νὰ μὴ νοιώσῃ τὸ μάτι,
Ὅταν ἔχει βαρειὰ ξαπλωμένο
Τὸ παιδί της σὲ πόνου κρεββάτι!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ

Πίνακας: Gustave Dore - The vision of Death