Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Ἐρινύες


Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸ
Μὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς ἢ μέσα στ᾿ ὄνειρό μου,
Τώρα πού, ἐντός μου, τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸ
Τὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου.


Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα, γιὰ μία παρηγοριὰ
- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μου
Σᾶς βλέπω τώρα, ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰ
Καὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές, ἡ πιὸ μαρτυρική μου!


Γιὰ αὐτό, σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶ.
Μὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖες,
Τώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ
- τραγούδια μου Ἐρινύες!..


ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Πίνακας: William-Adolphe Bouguereau - Orestes & Furies



 

Τάμα



Κόρη ἀφράτη μὲ στήθια σὰν τὸ γάλα,
Μ’ ὁλόξανθα μαλλιὰ σὰν τὸ χρυσάφι,
Μὲ μάγουλα π’ ὁ Ἔρωτας τὰ βάφει
Ρόδισμα οὐράνιο ραίνοντας μία στάλα,

Σὰν καὶ σένα δὲν εἶναι πλάσματα ἄλλα,
Σὲ λαχταρῶ σὰ διψασμένο ἀλάφι,
Νὰ τ’ ἀγαπήσω ἡ Μοῖρα μου τὸ γράφει
Τὰ δυό σου μάτια μαῦρα τὰ μεγάλα.

Ἐσὺ εἶσαι ἡ εὐτυχιά μου, ἐσὺ τὸ φῶς μου,
Πῶς θὰ ἰδῶ στὴ ζωή μου τέτοιο θᾶμα
Ποτὲ δὲν τὸ ἐφαντάστη ὁ λογισμός μου·

Νὰ μὴ σ’ ἀπαρνηθῶ σοῦ κάνω τάμα,
Ἔλα, χαρὲς καὶ βάσανα τοῦ κόσμου
Χεροπιασμένοι θὰ περνᾶμε ἀντάμα.

ΛΟΡΕΝΤΣΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

Πίνακας: Pierre-Paul Prud'hon - Daphnis & Chloe


Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο



Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.


ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

Πίνακας: John Singer Sargent – Statue of Perseus by night


Πηγὴ Nektarios gr. 

 

Ὁ βορειᾶς ποὺ τ' ἀρνάκια παγώνει



Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγώνει;

Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,
Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,
Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη
Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι,

Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα,
Ἀγγελούδια, λευκὰ σὰν τὸν κρίνο,
Κ' ἕνα μόνον τῆς ἔμεινεν, ἕνα
Καὶ στὸν τάφο κοντὰ ἦτον κ' ἐκεῖνο.

Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε
Ὡς νὰ ἐζήταε τὸ δόλιο βοήθεια,
Κ' ἡ μητέρα σιμά του ἐθρηνοῦσε
Μὲ λαχτάρα χτυπῶντας τὰ στήθια.

Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι
Ἐπληγόναν βαθειὰ τὴν ψυχή μου.
Σύντροφός μου ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη,
Ἄχ, καὶ τὸ ἄῤῥωστο ἦτον παιδί μου.

Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγόνει.

Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη
Σὰν τρελή. Ὅλοι γύρω ἐσωπαίναν·
Φλογεροὶ τῆς ψυχῆς της οἱ πόθοι
Μὲ τὰ λόγι' ἀπ' τὸ στόμα της βγαίναν.

«Ὤ, κακὸ ποῦ μ' εὑρῆκε μεγάλο!
Τὸ παιδί μου, Γιατρέ, τὸ παιδί μου…
Ἕνα τὤχω, δὲν μ' ἔμεινεν ἄλλο·
Σῶσέ μου το, καὶ πάρ' τὴν ψυχή μου.»

Κι' ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα
Πολλὴν ὥρα δὲν ἄνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων - ἄχ, λόγια χαμένα -
«Μὴ φοβᾶσαι, τῆς εἶπεν, ἀκόμα.»

Κ' ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ
Στὸ παιδὶ, καὶ νὰ ἰδῇ τὸ σφυγμό του.
Ἕνα δάκρυ ἐπροσπάθαε νὰ κρύψῃ
Ποῦ κατέβ' εἰς τ' ὠχρὸ πρόσωπό του.

Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μᾶς μηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγόνει.

Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο
Τοῦ γιατροῦ νὰ μὴ νοιώσῃ τὸ μάτι,
Ὅταν ἔχει βαρειὰ ξαπλωμένο
Τὸ παιδί της σὲ πόνου κρεββάτι!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ

Πίνακας: Gustave Dore - The vision of Death