Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Ἡ νεράϊδα


Στοῦ μύλου τὰ χαλάσματα τὸ βράδι
σιγαλοπάτητο ἔφτασε· κ’ ἐκεῖ,
λαχανιασμένοι ἀπὸ τὸ παῖξε, ὁμάδι
τὸ στρώσαμε στὶς πέτρες του γυρτοί.

Ὁ ἀποσπερίτης ἔλαμπε· κι ἀπόμερα ἀντικρύζαν
τὰ μάτια μας τοῦ ἐρμόνησου τἀχνόφωτο φανάρι,
μάτια παιδιῶν ἀφρόντιστα, καὶ δὲν τὰ ξεχωρίζαν
τὸ λύχνο τὸν ψαράδικο, τὸ οὐράνιο λυχνητάρι.

Γῦρο σιγαλομίλητη εἶν’ ἡ ρήχη
κ’ ἡ χώρα σὰν πολὺ πολὺ μακριά·
μιὰ μυστικὴ ἐρημιά· τοῦ μύλου οἱ τοῖχοι
σὰ σκέλεθρα καὶ σὰ δαιμονικά.

Σὰ νὰ μᾶς σημαδέψανε καὶ σὰ νὰ κυριέψαν
φαντάσματα καὶ ξωτικὰ τοῦ νοῦ μας τὰ καστέλια,
μᾶς λαχταρίσαν πειρασμοὶ καὶ μάϊσσες μᾶς πλανέψαν,
ἀξόρκιστα γητέματα, χάϊδια, λογάκια, γέλια.

Σὰ νὰ κλείσαν τὸ δρόμο μας νεράϊδες,
νεράϊδες, νὰ μᾶς πάρουν τὴ μιλιά·
λῦρες ἀλαφροΐσκιωτων καὶ γκάϊδες
μᾶς παῖζαν γῦρο ἡ θάλασσα, ἡ βραδιά.

Καὶ πρὸς τὸ σπίτι γύρισα. Καὶ πίσω μου ἕν’ ἀγέρι,
(Καὶ πιὰ δὲ σὲ ξανάνοιωσα καὶ πιὰ δὲ σὲ ξανάειδα!)
καὶ πίσω μου ὁ κυνηγητής. Καὶ μ’ ἄγγιξ’ ἕνα χέρι,
κάτι πιὸ λίγο ἀπὸ φωτιὰ καὶ πιὸ πολύ. Ἡ νεράϊδα.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Πίνακας: Julius Schmid - Wood nymphs in the moonlight


Πηγὴ Ἀνέμη