ΙΙΙ
Νά
τὸ καντούνι π’ ἀγαπῶ μέσ’ τοῦτο τὸ στενό,
π’
ἀκούω μιὰ νὰ τραγουδῇ κ’ ἐκείνη πῶς περνῶ·
καὶ
τότε – ‘δὲς καμώματα – στὴς γλάστρες της δειλὰ
προβάλλει,
κιἅμα την ἰδῶ, τραυιέται καὶ γελᾷ.
Τοῦ
Λαύρα.
ΔΙ
Ἔλα
νὰ δῇς, ἀγάπη μου, πῶς ὁ κολπίσκος μοιάζει
σὰν
πίσω ἀπ’ τὸν ἀμέθυστο τοῦ βράχου ὁ ἥλιος γείρῃ-
Στιγμὲς
ὀνείρου. Ἡ θάλασσα δὲν λάμπει σὰν ζαφείρι,
σὰν
τὸ σμαράγδ’ ἡ ἀκρογιαλιά, κ’ ἡ δύσι σὰν τοπάζι;
ΔΔΔΠΙ
Τὸ
διάβα σου σὰν ἄνοιξι, καὶ πῶς νὰ λησμονῶ
ποὔβλεπα
ῥόδ’, ἀγάπη μου, στὴν ὄψι σου ν’ ἀνθοῦσαν
καὶ
ξάνοιγα στὰ μάτια σου βαθύτερο οὐρανὸ
καὶ
τὰ φιλιὰ στὰ χείλη μας ἐγλυκοκελαδοῦσαν.