Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Τὰ ἑφτὰ φουσσᾶτα



-559-

(Βάτικα τοῦ δήμου Βοιῶν τῆς Ἐπιδαύρου Λιμηρᾶς)

Μιὰ μπεοποῦλα τοῦ Φαρακλοῦ ἔπαθε. Ἔφεραν ἕνα μάγο νὰ τὴ γιάνῃ κι’ αὐτὸς ἐπῆρε μαζί του ἑφτὰ φουσσᾶτα ξωτικῶν. Μ’ αὐτὰ τὴν ἔγιανε τὴν μπεοποῦλα. Μὰ ἔπειτα ποὺ ἠθέλησε νὰ μαζώξῃ τὰ φουσσᾶτα καὶ νὰ φύγῃ, ἐκεῖνα δὲν τὸν ἄκουαν· τότε θυμώνει κι’ αὐτὸς καὶ διασπαρτίρει τρία στὶς νεραϊδοσπηληές, ἄλλα τρία στὸν Κοῦνο, καὶ τὸ φοβερώτερο πέρα στὸν Καβομαλιᾶ.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ «Οἱ παραδόσεις τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ»

Πίνακας: Viktor Vasnetsov – Oleg meets wizard 


Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Ἡ νεράϊδα


Στοῦ μύλου τὰ χαλάσματα τὸ βράδι
σιγαλοπάτητο ἔφτασε· κ’ ἐκεῖ,
λαχανιασμένοι ἀπὸ τὸ παῖξε, ὁμάδι
τὸ στρώσαμε στὶς πέτρες του γυρτοί.

Ὁ ἀποσπερίτης ἔλαμπε· κι ἀπόμερα ἀντικρύζαν
τὰ μάτια μας τοῦ ἐρμόνησου τἀχνόφωτο φανάρι,
μάτια παιδιῶν ἀφρόντιστα, καὶ δὲν τὰ ξεχωρίζαν
τὸ λύχνο τὸν ψαράδικο, τὸ οὐράνιο λυχνητάρι.

Γῦρο σιγαλομίλητη εἶν’ ἡ ρήχη
κ’ ἡ χώρα σὰν πολὺ πολὺ μακριά·
μιὰ μυστικὴ ἐρημιά· τοῦ μύλου οἱ τοῖχοι
σὰ σκέλεθρα καὶ σὰ δαιμονικά.

Σὰ νὰ μᾶς σημαδέψανε καὶ σὰ νὰ κυριέψαν
φαντάσματα καὶ ξωτικὰ τοῦ νοῦ μας τὰ καστέλια,
μᾶς λαχταρίσαν πειρασμοὶ καὶ μάϊσσες μᾶς πλανέψαν,
ἀξόρκιστα γητέματα, χάϊδια, λογάκια, γέλια.

Σὰ νὰ κλείσαν τὸ δρόμο μας νεράϊδες,
νεράϊδες, νὰ μᾶς πάρουν τὴ μιλιά·
λῦρες ἀλαφροΐσκιωτων καὶ γκάϊδες
μᾶς παῖζαν γῦρο ἡ θάλασσα, ἡ βραδιά.

Καὶ πρὸς τὸ σπίτι γύρισα. Καὶ πίσω μου ἕν’ ἀγέρι,
(Καὶ πιὰ δὲ σὲ ξανάνοιωσα καὶ πιὰ δὲ σὲ ξανάειδα!)
καὶ πίσω μου ὁ κυνηγητής. Καὶ μ’ ἄγγιξ’ ἕνα χέρι,
κάτι πιὸ λίγο ἀπὸ φωτιὰ καὶ πιὸ πολύ. Ἡ νεράϊδα.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Πίνακας: Julius Schmid - Wood nymphs in the moonlight


Πηγὴ Ἀνέμη

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Ἐπικούρειον

 

Σ’ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή μας, διατί

νὰ μὴ χαρῇ τὸ ζωντανὸ τὸ σῶμα;
Ὡς κ’ οἱ μωροὶ τὸ λέν, πῶς εἴμεθα θνητοί,
πῶς θὰ μᾶς βάλουν μιὰ φορὰ στὸ χῶμα.
Μὰ οὔτ’ οἱ Δεσποτάδες μας οἱ κορδωτοί,
οὔτε οἱ πλέον διαβασμέν’ ἀνθρῶποι,
γνωρίζουν τί θὰ γείνουμε κατόπι
αὐτοῦ ποῦ θὲ νὰ πᾶμε.—
Βάλτε νὰ φᾶμε!
Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ αὐτ`ο κανεὶς δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ:
Φαγεῖ’ καὶ πιεῖ’ ἀλλοῦ δὲν θὰ τὰ ’βροῦμε.

Ἀνέλπιστα γυρνᾷ τῆς Τύχης ὁ τροχός,
κι’ ὁ Χρόνος ποῦ περνᾷ, δὲν στρέφ’ ὀπίσω.
Τῆς χθὲς ὁ Κροῖσος εἶνε σήμερα φτωχός,
κ’ ἐγώ, ὁ νέος, αὔριον θ’ ἀσπρίσω.
Αὐτὰ τὰ ’ξεύρουν ὅλοι πλέον εὐτυχῶς·
κι’ ὅμως πολλοὶ στεροῦνται καὶ νηστεύουν!
Θὰ ἐλαφρύνουν τάχα, γιὰ ν’ ἀναίβουν
αὐτοῦ ποῦ θένα πᾶμε:
Βάλτε νὰ φᾶμε!
Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ ὡς κ’ οἱ τρελοὶ τὸ ’ξεύρουν δυστυχῶς:
Φαγεῖ’ καὶ πιεῖ’ ἀλλοῦ δὲν θὰ τὰ ’βροῦμε.

Κι’ ὅποιος μιὰ κόρη, μιὰν ὡραίαν ἀγαπᾷ,
ἂς τῆς χαρῇ τὰ πρῶτα πρῶτα κάλλη.
Λύπαις κι’ ἀρρώστιαις θὰ τῆς πάρουν τὰ λοιπά,
καὶ θὰ τοῦ μείνῃ μόν’ ἡ παραζάλη.
Αὐτὸ στ’ αὐτὶ καλὰ βεβαίως δὲν χτυπᾷ.
Μὰ πλὴν αὐτοῦ, ’ξάφνου προβάλλ’ ὁ Χάρος
κ’ εἰδοποιεῖ: “Ἀφέντη, μὴ πρὸς βάρος—
Κοπιάστενε νὰ ’πᾶμε!..
Βάλτε νὰ φᾶμε!
Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ φαγεῖ’ καὶ πιεῖ’ καὶ κάλλη χαρωπὰ
στοῦ Χάρου τὸ κελλὶ δὲν θὰ τὰ ’βροῦμε!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Πίνακας: La Bacchante - Gustave Courbet


Πηγή: Βικιθήκη



Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Ἡ κατάρα τοῦ τραγουδιστῆ



Κάστρο 'ς τὰ χρόνια τὰ παληὰ ψηλό, καμαρωμένο
μακρυὰ 'ς τοὺς κάμπους φάνταζεν ὣς τ' ἀκρογιάλι πέρα·
μὲ περιβόλια ὁλόγυρα ἦταν στεφανωμένο,
ὅπου ἄμετρ' ἄνθη μ' εὐωδιαὶς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
καὶ βρύσαις τὰ δροσόβολα νερὰ τὰ ψήλου ἐρρίχναν,
ποὺ ὡς τὸ δοξάρι τ' οὐρανοῦ λαμπρὰ χρώματα ἐδείχναν.


Καὶ βασιλέας δυνατὸς 'ς τὸ κάστρο αὐτὸ καθότουν
εἰς τὰ ῥηγάτα πλούσιος, 'ς ταὶς νίκαις ξακουσμένος·
στὸ θρόνο του ἐβασίλευε κ' ὑπερηφανευότουν,
κ' ἦταν ἀχνὸς 'ς τὸ θῶρι του, 'ς τὴν ὄψι ἀσβολωμένος·
γιατ' εἶναι φρίκ' ἡ σκέψι του καὶ λύσσα εἶναι τὸ βλέμμα,
τὰ λόγια του εἶναι φραγγελιαίς, τὸ γράψιμό του εἶν' αἷμα.

Κατὰ τὸ κάστρο μιὰ φορὰ τραβοῦσ' ἴσια τὸ δρόμο
τραγουδιστάδων θαυμαστῶν τρισεύγενο ζευγάρι·
ἀσπρίζαν τὰ μαλλιὰ τοῦ ἑνός, καὶ τ' ἀλλουνοῦ 'ς τὸν ὦμο
ὁλόξανθα χρυσὰ σγουρὰ κυμάτιζαν μὲ χάρι·
ὁ γέρος μὲ τὴν ἄρπα του καθότουν 'ς ἄτι ὡραῖο,
κ' εἶχε 'ς τὸ πλάγι του πεζὸ τὸν ἀνθισμένο νέο.

Κι' ὁ γέρος μίλησε τοῦ νιοῦ· «Γυιέ μου καλέ, 'τοιμάσου!
Τὰ πλειὸ βαθυὰ τραγούδια μας νὰ θυμηθῇς εἶν' ὥρα·
τὴν πλειὸ γεμάτη σου φωνὴ βγάλε· τὰ δυνατά σου
κάμε γιὰ νὰ ζευγαρωθοῦν γλύκα καὶ πίκρα τώρα,
μὲς τὸ γλυκύτατο σκοπό, γιατί σήμερα μία
ῥηγὸς πρέπει νὰ 'γγίξουμε μαρμάρινη καρδία.»

Εἰς τὸ ψηλὸ πολύστυλο κιόλης ἐφθάσαν δῶμα,
ποὺ 'ταν 'ς τὸ θρόν' ὁ βασιλιᾶς μὲ τὴ βασίλισσά του·
καθὼς 'ς τοὺς πάγους τοῦ βοριᾶ μ' αἱματωμένο χρῶμα
ὁ οὐρανὸς λαμποκοπᾷ, παρόμοια 'ναι ἡ θωριά του
'ς τὸ μεγαλεῖο της φοβερή· γεμάτ' ὅμως γλυκάδα
τὸ θῶρι τῆς βασίλισσας σὰν φεγγαριοῦ λαμπράδα.

Ἀρχίζει τότε ὁ γέροντας τὴν ἅρπα του νὰ κροῦῃ,
κι' ὁ ἦχος ὅλο φουσκόνοντας 'ς τὴν ἀκοὴ πληθαίνει
γεμάτος, ποὺ 'ναι θαυμαστὸ κανεὶς νὰ τὸν ἀκούῃ·
τοῦ νέου ῥέοντας κ' ἡ φωνὴ ξάστερη, οὐράνια βγαίνει,
καὶ ἀνάμεσα 'ς τοὺς ἤχους της τοῦ γέροντα βοΐζουν
βαθυὰ ᾑ φωναίς, ὡσὰν στοιχειὰ νὰ σιγομουρμουρίζουν.

Ὑμνολογοῦν τῆς ἐρωτιᾶς, τῆς ἄνοιξης τὰ μάγια,
καιροὺς χρυσούς, καλότυχους, ἀντρειὰ κ' ἐλευθερία,
τὴν πίστη ψάλλουν κ' εὐλογοῦν καὶ κάθε πρᾶξιν ἅγια,
καὶ μελετοῦν κάθε καλό, ποὺ ὑψόνει τὴν καρδία,
καὶ κάθε χάρι κι' ὀμορφιά, ποὺ τὴ ζωὴ στολίζει,
στενεύοντας τ' ἀνθρώπινο στῆθος νὰ λαχταρίζῃ.

Τ' ἀρχοντολόϊ νὰ περγελᾷ τριγύρω ξεμαθαίνει,
κ' οἱ ἀπόκοτοι πολέμαρχοι γύρω 'ς τὸ βασιλέα
τὸν Θεὸν ὅλοι προσκυνοῦν· καὶ ἡ ῥήγισσα λυωμένη
ἀπ' τὸ τραγούδημα, ποὺ ἠχᾷ τόσο τερπνά κι' ὡραῖα,
πίκρα γροικῶντας 'ς τὴν καρδιὰ σμιγμένη μὲ γλυκάδαις
ῥόδο ἀπ' τὸν κόρφο της πετᾷ πρὸς τοὺς τραγουδιστάδαις.

«Μοῦ ἐξελογιάστε τοὺς πιστοὺς στρατιώταιs μου, δὲ φτάνει
θέλετε καὶ τὴ ῤήγισσα νὰ ξεπλανέστε ἀκόμα;»
Τέτοια φωνὴ μανίζοντας ὁ βασιλέας βγάνει,
κ' ἐκεῖ ποὺ φώναζ', ἔτρεμεν εἰς ὅλο του τὸ σῶμα·
τ' ἀστραφτερὸ ῤίχνει σπαθὶ μέσα 'ς τοῦ νιοῦ τὰ στήθη,
κι' ὅθ' ἔβγαιναν χρυσαὶς φωναίς, ἀχτῖδ' ἀπὸ αἷμα ἐχύθη.

Κι' ὅλο μακρυὰ σκορπίστηκε σὰν ἀπ' ἀνεμοζάλη
τὸ πλῆθος, ποὺ τοὺς ἄκουε, κ' ἐρρίχτηκε νὰ φύγῃ·
ὁ νέος ἐξεψύχισε 'ς τοῦ γέρου τὴν ἀγκάλη,
κ' ἐκεῖνος μέσα 'ς τὸ μαντὺ τὸ λείψανο τυλίγει·
τ' ἀνασηκόνει ἀπὸ τὴ γῆς, ὣς τ' ἄλογο τὸ φέρνει,
τὸ δένει καθιστὸ σφιχτὰ κ' ἐκεῖθ' ἔξω τὸ παίρνει.

Ὅμως ἐκοντοστάθηκε πρὶν ἀπ' αὐτοῦ μακρύνῃ
ὁ προεστὸς τραγουδιστὴς εἰς τὴ μεγάλη πύλη·
ἄδραξ' ἐκεῖ τὴν ἅρπα του, τὴν δοξαστὴν ἐκείνη,
τὴν ἔσπασε χτυπῶντας την εἰς μαρμαρένια στήλη·
ἔπειτα ἐβάλθη κ' ἔσκουξε μὲ τὴ φωνή του ὅλη,
ποὺ ἐβούϊξαν τρομαχτικὰ κάστρο καὶ περιβόλι·

«Ἀλλοιὰ 'πὸ σᾶς, περήφανα ξώστεγ', ἀνάθεμά σας!
Ποτέ σας πλειὰ γλυκὸς ἠχὸς ἐδῶ νὰ μὴν ἠχήσῃ,
οὔτε τραγοῦδι, οὔτ' ὄργανο· μονάχ' ἀνάμεσά σας
ν' ἀκούωντ' ἔρμα κλάϋματα καὶ στεναγμοὶ περίσσοι,
καὶ τρομασμένα βήματα σκλάβων, ὣς ποὺ νὰ φτάσῃ
ἡ ὀργὴ τοῦ ἐκδικητῆ Θεοῦ κι' ὅλα νὰ σᾶς σωριάσῃ!

«Ἀλλοιὰ σας, μοσκομύριστα δροσάτα περιβόλια,
μ' ὅλαις ταῖς χάραις τοῦ Μαγιοῦ σεῖς μυριοπλουμισμένα,
ἐδῶ σᾶς δείχνω τοῦ νεκροῦ παλληκαριοῦ τὰ δόλια
κι' ἀγνώριστα πιθέματα, σκληρά, χαροσβυσμένα,
γιὰ νὰ στερφέψουν τὰ νερὰ καὶ σεῖς νὰ μαραθῆτε
καὶ γλήγορα πετρόνοντας νὰ κατερημαχτῆτε!

«Ἀνάθεμά σ'. αἰσχρὲ φονιᾶ, καὶ τρισανάθεμά σε!
Ὅλοι ὅσοι γλυκοτραγουδοῦν μ' ἐμὲ σὲ καταριῶνται·
τοῦ κάκου πάντ' ἀχόρταγος σὺ γιὰ στεφάνια νὰ 'σαι,
γιὰ μεγαλεῖα, γιὰ τιμαίς, ποὺ μ' αἵματ' ἀποχτιῶνται·
'ς αἰώνια νύχτα λησμονιᾶς ἡ φήμη σου ἂς βουλήσῃ,
σὰν ψυχομάχημα στερνὸ 'ς ἄδειον ἀέρ' ἂς σβύσῃ!»

Τὰ λόγια τοῦτ' ἀπ' τὸ Θεὸ ψηλὰ συνακουστῆκαν,
καὶ νά! ποὺ οἱ πύργοι κατὰ γῆς εἶν' ὅλοι γκρεμισμένοι·
νά! τὰ ὑπερήφανα ἡλιακὰ σωρὸς ὅλα γινῆκαν
ἔξω ἀπὸ μιὰ στήλη ψηλή, ποὺ ἀκόμα ὁλόρθη μένει·
ἔρμη, ῥαϊσμένη ἀναθυμᾷ παληὰ μεγαλοπρέπεια,
ὅμως 'ς ὀλίγο πέφτοντας καὶ αὐτὴ θὰ γένῃ ῥέπια.

Καὶ γύρω ἀντὶ περιβολιῶν λουλούδια νὰ τριοντίζουν
παντέρμα εἶν' ὅλα κι' ἄκαρπα· τὸν ἴσκιο δὲν σκορπάει
δεντρὸ κἀνένα· καὶ νερὰ τὸν ἄμμο δὲ δροσίζουν·
οὔτε τραγοῦδι, οὔτε χαρτὶ τὸ ῥῆγα μελετάει·
λησμονησιὰ παντοῦ, παντοῦ καταστροφῆς τρομάρα·
αὐτὰ 'κάμε τοῦ γέροντα τραγουδιστῆ ἡ κατάρα.

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΟΥΛΑΝΤ
Μετάφρασις: Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ

Πίνακας: David Playing The Harp To Saul - Rembrandt


Πηγὴ Βικιθήκη 






 



Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Μνῆμες



Στν πατέρα μου

«Τὰ χρόνια πρὶν τὴν Κατοχή» - μοῦ ῾λεγε ὁ πατέρας -
«στοὺς ταρσανάδες σκάρωναν πολύμετρα σκαριά,
σκοῦνες καὶ καραβόσκαρα ποὺ φορτηγὰ δουλεύαν
καὶ τρεχαντήρια ποὺ ὄργωναν τὰ ἑλληνικὰ νησιά.


Τότε ἡ δουλειὰ ἦταν δύσκολη καὶ λίγα τὰ ἐργαλεῖα
μὰ ὑπῆρχαν ἄξιοι λεμβουργοὶ τεχνίτες δουλευτὲς
ὁ κόσμος τότε δούλευε ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὴ δύση
κι εἶχαν γιὰ μεροκάματο λάδι, ψωμὶ κι ἐλιές.


Τὰ ξύλα τὰ ξεγύριζαν μεγάλες καρμανιόλες
κι ὅσοι δουλεύανε σ᾿ αὐτὲς μπράτσα θέλαν γερά.
καρφιά, τζαβέτες φτιάχνανε οἱ γύφτοι, ὅλες στὰ χέρια
καὶ οἱ μπουρμπουτζῆδες τρύπαγαν καὶ κάρφωναν καρφιά.


Οἱ ἀράδες ποὺ πετσώνανε ἁρμοὺς μεγάλους εἶχαν
ποὺ μὲς σ᾿ αὐτοὺς μπετόβεργες φρακέρναν καὶ στουπὶ
κατόπιν τοὺς πασάλειβαν μὲ πίσσα καὶ κατράμι
γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὸ νερὸ τῆς θάλασσας νὰ μπεῖ.


Τὴν πίσσα τηνε βράζανε σὲ λέβητα μεγάλο
κι αὐτὸς ποὺ τὴ μαγείρευε γνώριζε τὴ δουλειὰ
τὴ μία κατράμι ἔριχνε τὴν ἄλλη τὴ ρετσίνη
καὶ λίγο πάντα μάσαγε καὶ τὸ ῾φτηνε μετά.


Τὰ πιτσιρίκια πέταγαν στὸ λέβητα πατάτες
ποὺ σβῶλοι μαῦροι γίνονταν στῆς πίσσας τὸ ὑλικὸ
κι ἔπειτα τοὺς καθάριζαν μὲ ἀκόνιστους σουγιάδες
κι ἦταν γι᾿ αὐτοὺς τὸ πιὸ καλὸ ποὺ τρώγαν φαγητό.


Τὰ χρόνια αὐτὰ ποὺ πέρασαν κι ἀλάργεψαν σὰν πλοῖα
καὶ γκρίζα τώρα φαίνονται στῆς μνήμης τὸν καμβὰ
μὲ σημαδέψανε σκληρὰ κι οὔτε στιγμὴ ξεχνάω
στὸν ταρσανὰ ξυπόλητος μὲ βαρυχειμωνιά»


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ

Πίνακας: Ioannis Altamouras – Boat to Spetses


Πηγή: Nektarios gr. 




Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Μνήμη



Μνήμη, ποὺ μὲ βαραίνεις σὰ σταυρὸς
καὶ μπρὸς στὸ φῶς τὰ βλέφαρά μου κλείνεις,
πέρασε τῆς ἀγάπης ὁ καιρός…
Εἶναι ὁ καιρὸς τῆς μοναχῆς γαλήνης!

Μιὰ δέσμη εἰκόνες μέσα μου κρατεῖς
στὴ γαλανή σου κι εὔθραστη ἀνθοστήλη,
μὰ οὔτε σταγόνα πιὰ ὁ μικρὸς ποιητὴς
γι’ αὐτὴν δὲν ἔχει στὰ πικρά του χείλη.

Σὰν ὀρφανὰ παιδιά, σ’ ἀλλοδαπῆς
φυγῆς τὰ ἐρειπωμένα μονοπάτια,
χάθηκαν, μέσα στ’ ἄλση τῆς σιωπῆς,
οἱ ἔρωτες μὲ τὰ παιδιακίσια μάτια.

Τά’ συρε ἡ μοναξιὰ νὰ πλανηθοῦν
σὲ ἀναιμικὲς φιλύρες ἀπὸ κάτου·
κι ἔγειραν τρυφερά, νὰ κοιμηθοῦν
στὰ μαρμαρένια λίκνα τοῦ θανάτου.

Δὲν ὠφελεῖ ὁ ρυθμός, δὲν ὠφελεῖ
τῆς Μουσικῆς ἡ ἁβρὴ συνομιλία!
Μνήμη, θὰ μένεις πάντα σιωπηλή,
σὰν τὶς φωνὲς ποὺ κρύβουν τὰ βιβλία…

Τί κι ἂν μὲ τὶς γαλάζιες σου ἀντηλιὲς
μακραίνεις τὸν ὁρίζοντα τῆς νιότης;
Μέσα μου ξεφυλλοῦν τριανταφυλλιὲς
κι ἡ δύση ἰχνογραφεῖ τὸν οὐρανό της.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πίνακας: In the forest of Arden – John Collier


Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Στὴν μνήμη μου

Στὴ μνήμη μου, ἁπαλά, τὴ μαραμένη,
κόμπος δροσιᾶς ἐστάλαξεν, Ἑλένη.

Μικρή, στὸν κάμπο μὲ τὶς ντιντιλίνες
- θυμᾶσαι ποὺ σ’ ἐτρόμαζαν οἱ χῆνες;

Στὸ πόδι τὸ κρινάτο δαγκωμένη
κάποτε ποὺ μοῦ ἐγύρισες κλαμένη;

Καὶ τὸ χρυσὸ τὸν πετεινὸ θυμήσου,
ποὺ σοῦ ἅρπαζε ἀπ’ τὸ χέρι τὸ ψωμί σου.

Χελιδονιοῦ φωνὴ ἔβγανες, Ἑλένη.
Τί θύμηση παλιά, χαριτωμένη!

ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΑΡΑΣ

Πίνακας: Bucolic – Henri Martin




Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπὶς



Περικοπὴ ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα «Λουκῆς Λάρας» τοῦ Δημητρίου Βικέλα

… Ἀπὸ τῆς πρώτης λοιπὸν ἡμέρας ἐμαύρισε δι’ ἡμᾶς ὁ ὁρίζων καὶ μᾶς κατεπλάκωσε τὴν ψυχὴν ἡ ἀνησυχία καὶ ὁ φόβος.
   Αἱ λέξεις αὗται, ἀνησυχία, φόβος, συχνάκις ἤδη διέφυγον τὸν κάλαμόν μου. Ἀλλὰ πρὸς τί νὰ ἐπιδείξω γενναιότητα, τὴν ὁποίαν οὔτε εἴχομεν, οὔτε ἠδυνάμεθα νὰ ἔχωμεν; Μή, ἀναγνῶστα, μειδιάσῃς, ἀναλογιζόμενος ὅτι εἶμαι Χῖος καὶ ἀποδίδων εἰς φυλετικὴν δῆθεν ἰδιοσυγκρασίαν τὴν ἀτολμίαν μου. Ἤθελα νὰ σ’ ἔβλεπα τότε εἰς τὴν θέσιν μου, ὅσον γενναῖος καὶ ἂν φρονῇς ὅτι εἶσαι. Ἄοπλοι, ἀπροστάτευτοι, ταπεινωμένοι ἀπὸ τὴν δουλείαν, ἐκτεθειμένοι εἰς τοῦ πρώτου ἐξηγριωμένου Τούρκου τὴν ὀργὴν ἢ καὶ τὴν μάχαιραν, ἄνευ τῆς ἐλαχίστης ἐλπίδος τοῦ νὰ τύχωμέν ποτε δικαιοσύνην ἢ κἂν ἐκδίκησιν, πῶς ἦτο δυνατὸν ἡμεῖς, οἱ ταπεινοὶ ἔμποροι τοῦ Χανίου τῆς Σμύρνης, νὰ ἔχωμεν γενναιότητα; Ὑπομονὴν μόνον εἴχομεν, μᾶς ἐχρειάζετο δὲ ὑπομονὴ πολλή, διότι ἡ ζωή μας ἔκτοτε ἦτο διαρκὴς ἀγωνία καὶ μακρὸν μαρτύριον. Ἀλλ’ ἔχει καὶ ἡ ὑπομονὴ τὰ ὅριά της. Ἐνίοτε ἐξαντλεῖται καὶ τὴν διαδέχεται τότε εἴτε ἡ ἀπόγνωσις, εἴτε ἡ ἀπελπισία ἐκείνη ἡ ἄγουσα εἰς τὸν ἡρωϊσμόν. Πολλὰ ἡρωϊσμοῦ παραδείγματα καὶ κατὰ τὴν ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν καὶ εἰς τὴν γενικὴν τῶν ἀνθρώπων ἱστορίαν, τὴν γραπτὴν καὶ τὴν ἄγραφον, εἶναι ἴσως ἀπελπισίας τοιαύτης παραγόμενα. Ἐμὲ ὁ θεὸς μ’ ἐφύλαξεν ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσιν, ἡ δὲ φύσις δὲν μὲ προητοίμασε διὰ τὴν ἀπελπισίαν τοῦ ἡρωϊσμοῦ. Ἀλλ’ ὅμως ποτὲ δὲν μοῦ ἐξηντλήθη ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίς, καὶ πολλάκις ἐδόξασα ἐπὶ τοῦτῳ τὸν Ὕψιστόν.

Πίνακας: Eugène Delacroix - Le Massacre de Scio


Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Ἡ λίμνη

 

Ἦταν προχθὲς κορίτσια στὸ χορὸ
ὅλα λουλούδια, ὅλα μυρωδιά,
ἄχ! τ’ ἀγαποῦσα ὅλα, καὶ θαρρῶ
καὶ γι’ ἄλλα τόσα μοῦ’μενε καρδιά.


Τὸ κρίμα μου τὸ λέγω, δὲν μπορῶ
ἀτάραχος νὰ δῶ τὴν ὀμορφιά.
Ἄχ! μὲ τῆς λίμνης μοιάζω τὸ νερὸ
ποὺ ὅ,τι περνᾶ ἀφήνει ζωγραφιά.
 
Μ’ ἂν ζωγραφίζ’ ἡ λίμνη καθετί,
περνάει αὐτὸ κι’ ἡ ζωγραφιὰ περνᾶ.
Καὶ μοναχὰ τοῦ οὐρανοῦ κρατεῖ
τὴ ζωγραφιὰ πιστά, παντοτινά.
 
Ἄφησε ὅλοι νὰ μὲ λὲν τρελὸ
καὶ μὴ σὲ μέλλει, ἀγάπη μου χρυσή.
Ἂν εἶμαι λίμνη, μ’ ὅλες ἂν γελῶ,
ὁ οὐρανὸς τῆς λίμνης εἶσ’ ἐσύ.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΜΠΑΣ

Πίνακας: Women bathing at the brook – Ferdinand Georg Waldmuller


Πηγὴ Βικιθήκη 


Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Τρία ἐπιγράμματα τοῦ Σίμου Μενάρδου


ΙΙΙ

Νά τὸ καντούνι π’ ἀγαπῶ μέσ’ τοῦτο τὸ στενό,
π’ ἀκούω μιὰ νὰ τραγουδῇ κ’ ἐκείνη πῶς περνῶ·
καὶ τότε – ‘δὲς καμώματα – στὴς γλάστρες της δειλὰ
προβάλλει, κιἅμα την ἰδῶ, τραυιέται καὶ γελᾷ.
Τοῦ Λαύρα.

ΔΙ

Ἔλα νὰ δῇς, ἀγάπη μου, πῶς ὁ κολπίσκος μοιάζει
σὰν πίσω ἀπ’ τὸν ἀμέθυστο τοῦ βράχου ὁ ἥλιος γείρῃ-
Στιγμὲς ὀνείρου. Ἡ θάλασσα δὲν λάμπει σὰν ζαφείρι,
σὰν τὸ σμαράγδ’ ἡ ἀκρογιαλιά, κ’ ἡ δύσι σὰν τοπάζι;

ΔΔΔΠΙ

Τὸ διάβα σου σὰν ἄνοιξι, καὶ πῶς νὰ λησμονῶ
ποὔβλεπα ῥόδ’, ἀγάπη μου, στὴν ὄψι σου ν’ ἀνθοῦσαν
καὶ ξάνοιγα στὰ μάτια σου βαθύτερο οὐρανὸ
καὶ τὰ φιλιὰ στὰ χείλη μας ἐγλυκοκελαδοῦσαν.

Πίνακας: Naked Woman Lying on a Couch - Gustave Caillebotte