Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Μνῆμες



Στν πατέρα μου

«Τὰ χρόνια πρὶν τὴν Κατοχή» - μοῦ ῾λεγε ὁ πατέρας -
«στοὺς ταρσανάδες σκάρωναν πολύμετρα σκαριά,
σκοῦνες καὶ καραβόσκαρα ποὺ φορτηγὰ δουλεύαν
καὶ τρεχαντήρια ποὺ ὄργωναν τὰ ἑλληνικὰ νησιά.


Τότε ἡ δουλειὰ ἦταν δύσκολη καὶ λίγα τὰ ἐργαλεῖα
μὰ ὑπῆρχαν ἄξιοι λεμβουργοὶ τεχνίτες δουλευτὲς
ὁ κόσμος τότε δούλευε ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὴ δύση
κι εἶχαν γιὰ μεροκάματο λάδι, ψωμὶ κι ἐλιές.


Τὰ ξύλα τὰ ξεγύριζαν μεγάλες καρμανιόλες
κι ὅσοι δουλεύανε σ᾿ αὐτὲς μπράτσα θέλαν γερά.
καρφιά, τζαβέτες φτιάχνανε οἱ γύφτοι, ὅλες στὰ χέρια
καὶ οἱ μπουρμπουτζῆδες τρύπαγαν καὶ κάρφωναν καρφιά.


Οἱ ἀράδες ποὺ πετσώνανε ἁρμοὺς μεγάλους εἶχαν
ποὺ μὲς σ᾿ αὐτοὺς μπετόβεργες φρακέρναν καὶ στουπὶ
κατόπιν τοὺς πασάλειβαν μὲ πίσσα καὶ κατράμι
γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὸ νερὸ τῆς θάλασσας νὰ μπεῖ.


Τὴν πίσσα τηνε βράζανε σὲ λέβητα μεγάλο
κι αὐτὸς ποὺ τὴ μαγείρευε γνώριζε τὴ δουλειὰ
τὴ μία κατράμι ἔριχνε τὴν ἄλλη τὴ ρετσίνη
καὶ λίγο πάντα μάσαγε καὶ τὸ ῾φτηνε μετά.


Τὰ πιτσιρίκια πέταγαν στὸ λέβητα πατάτες
ποὺ σβῶλοι μαῦροι γίνονταν στῆς πίσσας τὸ ὑλικὸ
κι ἔπειτα τοὺς καθάριζαν μὲ ἀκόνιστους σουγιάδες
κι ἦταν γι᾿ αὐτοὺς τὸ πιὸ καλὸ ποὺ τρώγαν φαγητό.


Τὰ χρόνια αὐτὰ ποὺ πέρασαν κι ἀλάργεψαν σὰν πλοῖα
καὶ γκρίζα τώρα φαίνονται στῆς μνήμης τὸν καμβὰ
μὲ σημαδέψανε σκληρὰ κι οὔτε στιγμὴ ξεχνάω
στὸν ταρσανὰ ξυπόλητος μὲ βαρυχειμωνιά»


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ

Πίνακας: Ioannis Altamouras – Boat to Spetses


Πηγή: Nektarios gr. 




Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Μνήμη



Μνήμη, ποὺ μὲ βαραίνεις σὰ σταυρὸς
καὶ μπρὸς στὸ φῶς τὰ βλέφαρά μου κλείνεις,
πέρασε τῆς ἀγάπης ὁ καιρός…
Εἶναι ὁ καιρὸς τῆς μοναχῆς γαλήνης!

Μιὰ δέσμη εἰκόνες μέσα μου κρατεῖς
στὴ γαλανή σου κι εὔθραστη ἀνθοστήλη,
μὰ οὔτε σταγόνα πιὰ ὁ μικρὸς ποιητὴς
γι’ αὐτὴν δὲν ἔχει στὰ πικρά του χείλη.

Σὰν ὀρφανὰ παιδιά, σ’ ἀλλοδαπῆς
φυγῆς τὰ ἐρειπωμένα μονοπάτια,
χάθηκαν, μέσα στ’ ἄλση τῆς σιωπῆς,
οἱ ἔρωτες μὲ τὰ παιδιακίσια μάτια.

Τά’ συρε ἡ μοναξιὰ νὰ πλανηθοῦν
σὲ ἀναιμικὲς φιλύρες ἀπὸ κάτου·
κι ἔγειραν τρυφερά, νὰ κοιμηθοῦν
στὰ μαρμαρένια λίκνα τοῦ θανάτου.

Δὲν ὠφελεῖ ὁ ρυθμός, δὲν ὠφελεῖ
τῆς Μουσικῆς ἡ ἁβρὴ συνομιλία!
Μνήμη, θὰ μένεις πάντα σιωπηλή,
σὰν τὶς φωνὲς ποὺ κρύβουν τὰ βιβλία…

Τί κι ἂν μὲ τὶς γαλάζιες σου ἀντηλιὲς
μακραίνεις τὸν ὁρίζοντα τῆς νιότης;
Μέσα μου ξεφυλλοῦν τριανταφυλλιὲς
κι ἡ δύση ἰχνογραφεῖ τὸν οὐρανό της.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πίνακας: In the forest of Arden – John Collier